- ζυγολόγιο
- τοεμπορικό βιβλίο ή απλή κατάσταση στην οποία σημειώνονται τα βάρη τών εμπορευμάτων που ζυγίζονται.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγός + -λόγιο (< -λόγος < λέ-γω), πρβλ. δειγματο-λόγιο, ημερο-λόγιο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζυγολόγιο — το ιού, κατάσταση όπου σημειώνονται τα βάρη των εμπορευμάτων: Ήταν μεγάλη απερισκεψία εκ μέρους σου να μη ζητήσεις ζυγολόγιο για τα προϊόντα που παρέδωσες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek